ἰνδάλλεται

ἰνδάλλεται
ἰνδάλλομαι
appear
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινδάλλομαι — ἰνδάλλομαι (Α) 1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.) 2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ. β) «τὰ δι ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῑν», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”